σκολιανός

σκολιανός
σκολιανός, -ή, -ό και σχολιάτικος, -η, -ο
1. αυτός που αναφέρεται στη σκόλη: Έβαλε τα σκολιανά της ρούχα.
2. φρ., «Άκουσε τα σκολιανά του», τον επιτίμησαν για κάτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκολιανός — ή, ό, Ν βλ. σχολιανός …   Dictionary of Greek

  • σχολιανός — και σκολιανός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σχόλη, στη γιορτή («σχολιανά κεράσματα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σχολιανά τα γιορτινά ενδύματα 3. φρ. α) «ακούω τα σχολιανά μου» γίνομαι αντικείμενο αυστηρής επίκρισης, μέ… …   Dictionary of Greek

  • σχολιανός — σχολιανός, ή, ό και σκολιανός, ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη σκόλη, γιορτάσιμος: Έβαλε τα σχολιανά του ρούχα. 2. φρ., «Άκουσε τα σκολιανά του», επικρίθηκε πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”